- υποπλεω
- ὑποπλέωὑπο-πλέω(aor. 1 ὑπέπλευσα) плыть мимо, огибать
(τέν Κύπρον NT.)
ὑ. τενάγεσσιν Anth. — огибать мели
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν Κύπρον NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόπλεω — ὑπόπλεω̆ , ὑπόπλεος full masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπόπλεω̆ , ὑπόπλεος full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπλέω — ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α [πλέω] ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές μσν. μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.) αρχ. πλέω… … Dictionary of Greek
ὑπόπλεῳ — ὑπόπλεῳ̆ , ὑπόπλεος full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπλεων — ὑπόπλεω̆ν , ὑπόπλεος full masc/fem/neut gen pl ὑπόπλεω̆ν , ὑπόπλεος full masc/fem acc sg ὑπόπλεω̆ν , ὑπόπλεος full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπλεως — ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full adverbial ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom pl ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος full masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπλεῖται — ὑποπλέω sail under pres ind mp 3rd sg (attic epic) ὑποπλέω sail under pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπλέοντας — ὑποπλέω sail under pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) ὑποπλέω sail under pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπλώοντα — ὑποπλέω sail under pres part act neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑποπλέω sail under pres part act masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέπλεον — ὑποπλέω sail under imperf ind act 3rd pl ὑποπλέω sail under imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεπλεύσαμεν — ὑποπλέω sail under aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέπλει — ὑποπλέω sail under imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)